- σεσιγημένου
- замолчанной
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
σεσιγημένου — σεσῑγημένου , σιγάω keep silence perf part mp masc/neut gen sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)